αλίβας

αλίβας
Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα Αλύβας και Μέταβο.
* * *
ἀλίβας (-αντος), ο (Α)
1. πτώμα νεκρού, νεκρός
2. ο ποταμός τών νεκρών, η Στυξ
3. γλυκάδι, ξίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής Αρχαίας, σημασιολογικώς στενά συνδεδεμένη με τον Κάτω κόσμο. Στον Πλάτωνα, η λ. απαντά παράλληλα με την ποιητική λ. ἔνερος* (ἔνεροι και ἁλίβαντες) κατά την περιγραφή τών μελανών σημείων τού Κάτω κόσμου. Στον Σοφοκλή η λ. ἀλίβας απαντά (ος χαρακτηρισμός τής Στυγός με τη σημασία «νεκρό ποτάμι». Η λ. απαντά επίσης και με τη σημασία «ξίδι», δηλ. «νεκρό κρασί» (οἶνον ἀλίβαντα πίνοντες). Ετυμολογικά η λ. ειναι αβέβαιης προελεύσεως. Πιθανώς να πρόκειται για προϊόν συνθέσεως με α΄ συνθ. ἁλι- (< ἅλς) και β΄ συνθ. -βαντες < βαίνω (πρβλ. και ὀκρίβας, κιλλίβας), επειδή πίστευαν πως οι ψυχές τών νεκρών περιπλανιόνταν στα κύματα. Κατ’ άλλη άποψη, η λ. πιθ. να είναι δάνειο, που συνδέεται με τη λατινική θεότητα τών νεκρών Libitina και με τον ετρουσκικό τ. lupu «είναι νεκρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀλίβας — ἀ̱λίβᾱς , ἀλίβας dead body masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Leib, der — Der Leib, des es, plur. die er, Diminut. das Leibchen, Oberd. Leiblein. 1 * Eigentlich, eine zusammen hangende, den innern Theilen nach mit einander verbundene Masse von unbestimmter Größe und Gestalt; in welcher ersten, im Hochdeutschen aber… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • λυκάβας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Κενταύρους. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Πείριθος παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια, οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν αυτή και άλλες γυναίκες. Ο Λ. πρόλαβε και έφυγε από τη διαμάχη που… …   Dictionary of Greek

  • ἀλιβάντεσιν — ἀ̱λιβάντεσιν , ἀλίβας dead body masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίβαντα — ἀ̱λίβαντα , ἀλίβας dead body masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίβαντας — ἀ̱λίβαντας , ἀλίβας dead body masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίβαντες — ἀ̱λίβαντες , ἀλίβας dead body masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίβαντος — ἀ̱λίβαντος , ἀλίβας dead body masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”